Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Μία αλλιώτικη Πρωτοχρονιάτικη ιστορία




 Τα βλέφαρά του άνοιξαν, ίδια φατνώματα κουρσάρικου, και μέσα τους ξεπρόβαλλε το απείκασμα μιας φλόγας που χόρευε ασίκικο χορό πάνω στα πυρωμένα κούτσουρα, απέναντι στην επιβλητική, δωρική, μαρμάρινη εστία. Ο ήχος των ξύλων που έσκαζαν ασυντόνιστα μέσα στο τζάκι συντρόφευε το ελαφρύ τρίξιμο των ξύλινων σανίδων του πατώματος που προκαλούσε η ράθυμη, περιοδική κίνηση της κουνιστής, περίτεχνα σκαλισμένης, πολυθρόνας που τον φιλοξενούσε. Έξω, ένας άνεμος αρειμάνιος, σωστός μαέστρος, ενορχήστρωνε τη δική του απόκοσμη συμφωνία βασιζόμενος στα λικνιζόμενα πελώρια έλατα που πασπάλιζαν το παγωμένο χώμα με χιόνι από τους κλώνους τους και στις χαραμάδες των πετρόκτιστων τοίχων που λειτουργούσαν άριστα σαν φυσικές σφυρίχτρες. Μέσα, η βαριά νοτισμένη ατμόσφαιρα της σάλας παρέα με τον καπνό της πίπας που φυσούσε και ξεφυσούσε με ευαρέσκεια, προσομοίαζαν σε παραποτάμια αυγερινή αχλή. Ο χώρος πλημμύριζε με τα φρουτώδη αρώματα που ανέδιδε, καιόμενο, το αγαπημένο του σκανδιναβικό μείγμα καπνού. Ένα φως, πελιδνό, πάσχιζε να αποκαλύψει κάθε πτυχή ενός τεράστιου σκαριφήματος κολάζ που έστεκε μισοκαρφωμένο, εν είδει εκκρεμούς, στον πλαινό τοίχο. Το βλέμμα του περπατούσε αργά και με τάξη πάνω στις δεκάδες εικόνες που το απάρτιζαν. Επρόκειτο για τοπία και τοποθεσίες, απρόσωπες αλλά, με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία, γνώριμες και οικείες. Άλλες τις είχε επισκεφτεί, άλλες τις είχε ονειρευτεί, άλλες τις είχε πλάσει, άλλες ήταν απλά προïόν παρειδωλίας της φαντασίας του. Ώσπου, αίφνης, πάγωσε, λες και αντίκρισε το ίδιο το γοργόνειο. Αποτυπωνόταν μπροστά του η Δημιουργία του Αδάμ, του Μιχαήλ Αγγέλου, στην Καπέλα Σιξτίνα. Ο Πλάστης δίνει πνοή στον, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, Πρωτόπλαστο μέσω των δεικτών των χεριών τους που συνδέονται άρρηκτα, χωρίς, όμως, ποτέ να συναντιούνται. Μια σκέψη ενθεογενής, σαν άλλο Πάρθιο βέλος, του γαλβάνιζε επίμονα το νου. Τι και αν στη σύνθεση ενυπάρχει μια ιδιότυπη αμφισημία που επιδέχεται παραπάνω της μίας ερμηνείας; Τι και αν ο νεφεληγερέτης υπεραιωνόβιος  Γέρος, είναι ο Χρόνος που ορίζει εφεξής και αενάως το νεότευκτο Κοσμοείδωλο; Τι κι αν υποβαστάζεται στους δικούς Του 12 Αποστόλους, τους Μήνες,  που δύνανται να στοιχιθούν σε τέσσερις ζυγούς των τριών; Ο Χρόνος, αυτός ο πανδαμάτωρ και πάνσοφος. Ο άχρονος Χρόνος, ο αδέκαστος Κριτής όλων, ο ακάματος Θεραπευτής με τα δικά του Θαύματα και τις δικές του Πληγές. Αυτός που εμφυσεί πνοή Επιστήμης στο Κοσμοείδωλο. Αυτός που αποτελεί το σταθερά μεταβαλλόμενο σημείο αναφοράς, είτε ως φυσικό, είτε ως οικονομικό, είτε ως ιστορικό, είτε ως υπερβατικό μέγεθος. Αυτός που συμπυκνώνει ο Ηράκλειτος στη φράση « Τα πάντα ρει, ουδέν μένει». Αυτός που αναδεικνύει τις δύο όψεις του δικού του κοσμικού νομίσματος, αυτού της Φθοράς. Από τη μία ο Προμηθέας και από την άλλη ο Ηρόστρατος . Στο δικό Του ανήκεστο καλεντάρι, στρουκτούρα πνεύματος, συνείδησης,  φαιάς ουσίας, σάρκας και αίματος, χαράσσονται ρέκτες και άβουλοι και ματαιόδοξοι. Οι λίγοι πιονιέροι που με τη θεωρία και το έργο τους εξύψωσαν ή διαγούμισαν τον ανθρώπινο Πολιτισμό. Οι πολλοί ανώνυμοι που γίνονται αποδέκτες των επίχειρων των πράξεων τους σε έναν συνεχή αντιπραγρατισμό που διαμορφώνεται από μια κάποια συμπαντική Δικαιοσύνη. Εκεί αθροίζονται οι, ανά τους αιώνες, πρωτόλειες συλλήψεις ολοκλήρωσης του ανθρώπου ως έλλογου και κοινωνικού όντος. Ωριμάζουν και κατακρημνίζονται ή ακροβατούν επιδέξια πάνω από την άβυσσο της λήθης  του Χρόνου που χάσκει μπροστά τους.  Ο πολίτης της πλατωνικής πολιτείας, ο κυνικός του Αντισθένη,  ο απελεύθερος της ρωμαικής res publica,ο θρησκόληπτος του μεσαίωνα, ο homo universalis του Διαφωτισμού, ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε, ο Άριος του ναζισμού,  ο ταξισυνείδητος προλετάριος, ο φιλόδοξος, ατομιστής γιάπης και τόσοι, τόσοι άλλοι. Στην προσπάθειά τους να ποδηγετήσουν το Χρόνο, χρεοκόπησαν, αφού η Φθορά απαίτησε πίσω τα θαλασσοδάνεια που είχε χρεώσει στον καθένα τους. Ο Χρόνος, όμως, λειτουργεί αταβιστικά. Έτσι, απομεινάρια τους ή η ολότητά τους γίνονται ενεργά ή ασυναίσθητα αντιληπτά και αναλαμβάνουν και πάλι το ρόλο τους ξανά και ξανά κάθε στιγμή, κάθε ώρα, κάθε ημέρα στο ημερολόγιο του Χρόνου.
Το γλωσσίδι της άυλης καμπάνας του Χρόνου σημαίνει για όλους και για όλα. Τότε ο καθένας πράττει ή αδρανεί, πορεύεται ή εθελοτυφλεί ανάλογα με την ανάκαρα της συνείδησής του και το ηθικό του έρμα. Νταν, Νταν, Νταν, Νταν.Νταν.
Ο ήχος τον συγκλονίζει σύγκορμο. Ο Γέρος του Μιχελάντζελο έχει γείρει και τον επιτηρεί στωικά κατάματα. Μια θρυαλλίδα μέσα του οδηγεί σε μία έκρηξη πρωτόγνωρη, χρωματίζοντας με ζέση το συναισθηματικό του φαλιμέντο. Τα μηνίγγια του τον σφυροκοπούνε αδιάλειπτα. Τα σωθικά του καίνε. Παραλύει. Ο Χρόνος τον έχει καθηλώσει, έρμαιο ζωντανό,  με τη θωριά του. Αδύνατον. Αδύνατον. Νταν, Νταν,Νταν, Νταν. Πετάγεται όρθιος σαν ελατήριο. Οι δείκτες της αντίκας ρολογιού τοίχου δείχνουν δώδεκα ακριβώς. Βεβαιώνεται πως έχει ξυπνήσει. Κοιμόταν μόλις είκοσι λεπτά της ώρας, αλλά ένιωθε πως πέρασαν αιώνες.Περίεργα τα παιχνίδια του χρόνου, σκέφτεται. Χαμογελά. Σε λίγο χρόνο, θα καταφτάσουν οι συνοδοιπόροι που έχει επιλέξει για τη ζωή του. Θέλει να εγκιβωτίσουν όσες περισσότερες αναμνήσεις μπορούν στο θυμικό τους, για να ξεπληρώσουν τη Φθορά. Τώρα ξέρει. Αυτές είναι τα δώρα ή οι κατάρες του Χρόνου. Εξάλλου πάντα υπάρχει αρκετός χρόνος μπροστά του, αλλά λιγότερος από χθες. Δε θέλει πια να νικήσει το Χρόνο. Δεν μπορεί. Πλέον, Τον θέλει σύμμαχο. Ντριιιν. Το κουδούνι της εξώθυρας χτυπά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου