Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Σίσυφος - Τάνταλος - Ιξίονας : Έγκλημα και αιώνια Τιμωρία

Σίσυφος



Ο Σίσυφος ήταν μια πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ο Σίσυφος ήταν ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας, που στη συνέχεια ονομάστηκε Κόρινθος.
Όλα άρχισαν όταν ο Δίας αποπλάνησε την Αίγινα, η οποία ήταν κόρη του ποταμού και θεού Ασωπού. Ο Ασωπός ζήτησε από τον Σίσυφο να του πει τι γνωρίζει και αυτός συμφώνησε αφού για αντάλλαγμα ο Ασωπός του έταξε ότι μια πηγή με νερό θα αναβλύζει ασταμάτητα από την ακρόπολη της πόλης του.
Ο Σίσυφος γνώριζε πολλά για την υπόθεση. Τα είπε στον Ασωπό και στη συνέχεια ο Ασωπός καταδίωξε τον Δία. Αφού ο Δίας γλίτωσε, αποφάσισε να τιμωρήσει το Σίσυφο. Έτσι έστειλε τον Σίσυφο στον Άδη.
Όμως τότε ο Σίσυφος απέδειξε την εξυπνάδα και την πονηριά του καταφέρνοντας να φυλακίσει τον Θάνατο. Τότε όμως έγινε κάτι πρωτοφανές. Ο Θάνατος αδυνατούσε να πάρει τις ψυχές των θανάσιμα τραυματισμένων ανθρώπων και ζώων, ο κόσμος γέμιζε σιγά-σιγά από τραυματισμένα, ακρωτηριασμένα και ανήμπορα έμψυχα όντα. Οι θεοί αναστατώθηκαν και ο Άρης ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα δεσμά του, στέλνοντας ξανά τον Σίσυφο στον Άδη.
Πάλι όμως ο Σίσυφος είχε προνοήσει. Είχε πει στη γυναίκα του να μη θάψει το σώμα του. Έτσι ζήτησε από τον Άδη τρεις μέρες για να επιστρέψει στη γη και να φροντίσει το ζήτημα. Ο Άδης δέχτηκε το αίτημα του Σίσυφου, όμως ο τελευταίος δεν επέστρεψε. Έτσι ήρθε η σειρά του Ερμή να τον πάει στον Άδη.

Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε για όλη αυτή τη συμπεριφορά. Οι «κριτές των νεκρών» του έβαλαν ως βασανιστήριο να κουβαλάει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού. Φτάνοντας στην κορυφή, η πέτρα δεν σταθεροποιείτο και έπεφτε από την άλλη. Αυτή η τιμωρία είναι αιώνια για τον «νικητή» του Άδη.

Τάνταλος

Ο Τάνταλος υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα πρόσωπα θείας και αιώνιας καταδίκης στην Ελληνική Μυθολογία, δια του οποίου και στηλιτεύτηκε η αμφισβήτηση προς ό,τι το «Θείο» και «Ιερό».
Συγκεκριμένα ο Τάνταλος φέρονταν ως Βασιλεύς της Φρυγίας με έδρα την Σίπυλο. Ήταν γιος του Δία ή του Τμώλου και της Πλουτώς, πατέρας της Νιόβης του Πέλοπα και του Βροτέα. Ο Τάνταλος λοιπόν ως γιος της Πλουτούς (= της αφθονίας) έφθασε να θεωρείται φίλος και ομοτράπεζος των Ολύμπιων Θεών όπου εκ της απληστίας του υπέκλεψε νέκταρ και αμβροσία που μετέφερε στ΄ ανάκτορό του. Παράλληλα δε προσπάθησε να μεταδώσει μυστικά των Θεών στους ανθρώπους. Εκείνο όμως που αποτέλεσε το φρικαλέο των πράξεών του ήταν που ήθελε να διαπιστώσει αν οι Ολύμπιοι θεοί θα μπορούσαν να εξαπατηθούν! Για τον σκοπό αυτό έφθασε στο σημείο να σφάξει τον πρωτότοκο γιο του και να τον προσφέρει σε γεύμα σ΄ αυτούς. Λέγεται πως μόνο η θεά Δήμητρα απορροφημένη στη θλίψη της από την απώλεια της κόρης της Περσεφόνης έφαγε τμήμα από τον βραχίονα του παιδιού, οι δε άλλοι θεοί που αντελήφθησαν το ανόσιο έγκλημα του παιδοκτόνου Ταντάλου, ανάστησαν τον Πέλοπα, αποκατέστησαν τον ακρωτηριασμό του και τιμώρησαν τον πατέρα του σε αιώνια καταδίκη.
Σύμφωνα με τον Όμηρο η επιβληθείσα θεία και αιώνια καταδίκη του ήταν η ακόλουθη: Αφού κεραυνοβολήθηκε από τον πατέρα των θεών Δία (=θανατώθηκε) κατήλθε στον Άδη όπου κατ΄ εντολή των θεών, διατηρουμένων έμβιων αναγκών, τοποθετήθηκε σε λάκκο γεμάτο νερό κάτω ακριβώς από κλώνους δένδρων κατάφορτων με ποικίλους καρπούς (αφθονία). Πεινώντας όμως και διψώντας αφόρητα μόλις άπλωνε το χέρι του να κόψει καρπούς οι κλάδοι ανέρχονταν αμέσως σε μεγάλο ύψος, όταν δε έσκυβε να πιει νερό αυτό εξαφανιζόταν ή απομακρύνονταν από τα πόδια του.
Η θεία και αιώνια αυτή τιμωρία έμεινε περισσότερο γνωστή ως «μαρτύριο του Ταντάλου».
Ο αρχαίος Έλληνας ζωγράφος Πολύγνωτος σε πίνακά του απεικόνισε αυτό το μαρτύριο. Επίσης διασώθηκε η εικόνα του μαρτυρίου αυτού σε γλυπτή σαρκοφάγο που φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο του Βατικανού στην οποία και συνυπάρχουν τα επίσης μαρτύρια του Σίσυφου και του Ιξίονα. Τέλος το αυτό μαρτύριο φέρεται σε παράσταση σε αγγείο στο Μουσείο του Μονάχου.
Επίσης, το όνομα του Ταντάλου φέρει ο αστεροειδής 2102 Τάνταλος (2102 Tantalus), που ανακαλύφθηκε το 1975 από τον C. Kowal.

Ιξίονας
Στην Ελληνική μυθολογία, ο Ιξίων (Ιξίωνας) ήταν ένας από τους Λαπίθες, βασιλιάς της Θεσσαλίας (με έδρα πιθανόν την Ιωλκό) και γιος του Φλεγύα. Γιος του ήταν ο Πειρίθους. Έλαβε ως σύζυγο τη Δία, θυγατέρα του Δηιονέα ή Δηίονα, υιού του Αιόλου, βασιλέα της Φωκίδας. Υποσχέθηκε στον πεθερό του ένα πολύτιμο δώρο, αθέτησε όμως την υπόσχεσή του. Ο Δηϊονεύς σε αντίποινα έκλεψε μερικά από τα άλογα του Ιξίωνα. Ο τελευταίος απέκρυψε την οργή του και προσκάλεσε τον πεθερό του σε εορταστικό γεύμα στη Λάρισα. Μόλις έφτασε ο Δηϊονέας, ο Ιξίωνας τον δολοφόνησε, σπρώχνοντάς τον στην πυρά. Με τη φρικτή αυτή πράξη, ο Ιξίωνας παραβίασε τον ιερό για τους Έλληνες νόμο της φιλοξενίας, προστάτης του οποίου ήταν ο Ξένιος Ζεύς. Οι γειτονικοί άρχοντες, προσβεβλημένοι, αρνήθηκαν να του προσφέρουν άσυλο ή να εκτελέσουν τα τελετουργικά που θα του επέτρεπαν να αποκαθαρθεί από την ενοχή του. Έκτοτε, ο Ιξίωνας κηρύχθηκε εκτός νόμου, έζησε ως απόβλητος και τον απέφευγαν οι πάντες. Σκοτώνοντας τον πεθερό του, έγινε ο πρώτος άνθρωπος στην Ελληνική μυθολογία που σκότωνε συγγενή του. Η τιμωρία που επέσειε κάτι τέτοιο ήταν τρομερή.
Κάποτε, ο Ιξίωνας, για να ξεφύγει από τους διώκτες του, κατέφυγε ικέτης σε ναό του Δία. Εκείνος συμπόνεσε τον Ιξίωνα, τον συγχώρεσε και μάλιστα τον ανέβασε στον Όλυμπο και τον κάθισε στο τραπέζι των θεών. Δείχνοντας αγνωμοσύνη, ο Ιξίωνας πόθησε τη θεά Ήρα, σύζυγο του Δία. Ο Δίας το αντιλήφθηκε και, για να δει μέχρι ποιου σημείου έφτανε η αγνωμοσύνη του Ιξίωνα, έδωσε τη μορφή της Ήρας στην Νεφέλη (σύννεφο - θεότητα) και ξεγέλασε τον Ιξίωνα ώστε να ζευγαρώσει μαζί της. Από την ένωση αυτή προήλθε το γένος των Κενταύρων (εξ ου και η ονομασία Ιξιονίδες). Ο Ιξίωνας τότε κεραυνοβολήθηκε και αποβλήθηκε από τον Όλυμπο. Ο Δίας διέταξε τον Ερμή να δέσει τον Ιξίωνα με φίδια σ' έναν φλεγόμενο τροχό. Έτσι δεμένος, ο Ιξίωνας περιφέρεται αιώνια στον Τάρταρο.
Ο μύθος του Ιξίωνα μνημονεύεται από τον Διόδωρο, τον Πίνδαρο, τον Βιργίλιο (Γεωργικά, 4 και Αινειάδα, 6), καθώς και από τον Οβίδιο στις Μεταμορφώσεις, 12

Πηγές:

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

"Η Φρουρά δεν παραδίδεται, πεθαίνει..."


Χρονική περίοδος: Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (Μάχη του Βατερλώ, 18 Ιούνη 1815)

   Στο αναπεπταμένο πεδίο του Βατερλώ, του βέλγικου χωριού πλησίον των Βρυξελλών, ορίζεται η μοίρα της Ευρώπης του 19ου αιώνα. Ο Μέγας Ναπολέων αντιμετωπίζει τον 7ο Ενωμένο Συνασπισμό σε μία αναμέτρηση, όπου ο θρίαμβος με τη συντριβή ακροπατούν σε μία ιδιότυπη διελκυστίνδα συγκυριών ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, μέχρι την τελευταία στιγμή.
   Ως το απόγευμα, τίποτε δεν έχει πάει κατ' ευχήν για το μεγάλο στρατηλάτη ( συγκυρίες και παράγοντες που θα αναλυθούν σε επόμενη ανάρτηση ). Παρ' όλα αυτά, βρίσκεται ακόμη σε θέση να "κλέψει" τη νίκη την τελευταία στιγμή, όπως τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν. Βρισκόμαστε στην 3η και τελική φάση της μάχης.
   5μμ: Οι Πρώσοι του Μπλύχερ κάνουν την εμφάνισή στον ορίζοντα και απειλούν το δεξιό κέρας των Γάλλων με κατάρρευση. Ο Ναπολέων αναγκάζεται να στείλει, αμέσως, 2 ταξιαρχίες της Νέας και 2 τάγματα της Παλαιάς Φρουράς στο Πλανσενουά, για να σταθεροποιήσουν το μέτωπο απέναντι σε τριπλάσιες πρωσικές δυνάμεις και να κερδίσει χρόνο για μία τελική επίθεση στο κέντρο της αγγλικής παράταξης. Όπερ και εγένετο.
   6.45μμ: Με την καθοδήγηση του ίδιου του Ναπολέοντα,  τα τάγματα της Παλαιάς Φρουράς συγκεντρώνονται, υπό τον ήχο τυμπάνων και εμβατηρίων, μόλις 600 μέτρα από την εχθρική παράταξη, ώστε να βαδίσουν ακλόνητα εναντίον της και να χαρίσουν τον απόλυτο θρίαμβο στο λατρεμένο τους Αυτοκράτορα. Οι μυστακοφόροι βετεράνοι γρεναδιέροι της Παλαιάς Φρουράς, οι αποκαλούμενοι "Γκρινιάρηδες", αποτελούσαν την απόλυτη ελίτ του γαλλικού στρατεύματος. Χρησιμοποιούνταν μόνο σε κρίσιμες καμπές μιας σύγκρουσης, ώστε να ανατρέψουν τάχιστα και αμετάκλητα τα δεδομένα ή να δώσουν τη "χαριστική βολή" στον αντίπαλο και υπήρξαν, μέχρι εκείνη τη στιγμή, αήττητοι.  Αποδεκατισμένα τμήματα των Γάλλων, βλέποντας τη Φρουρά να προωθείται, αναθαρρούν και σπεύδουν να την συνδράμουν.
   Αλλά, ας δούμε, πως περιγράφεται αυτή η συγκλονιστική και τραγική συνάμα σκηνή από την πένα κορυφαίων λογοτεχνών, όπως του Arthur Conan Doyle ( Οι περιπέτειες του Ζεράρ ) και του Victor Hugo ( Οι Άθλιοι ).
...Αμέσως μετά, ο ουσάρος Ζεράρ εστάλη ως αγγελιοφόρος στον Γκρουσύ, για να του πει να σπεύσει σε βοήθεια του Αυτοκράτορα. Κάλπασε κάθετα μπροστά στις παρατεταγμένες εφεδρείες του γαλλικού Στρατού. "Παρακάτω στεκόταν το ιππικό της Παλαιάς Φρουράς, 12 ολόκληρα συντάγματα. Όλοι τους ήταν βετεράνοι, που είχαν πολεμήσει σε πλήθος μαχών, σοβαροί και αυστηροί, με μακριές, γαλάζιες χλαίνες και ψηλά γούνινα καπέλα, που τους είχαν βγάλει τις φούντες. Όλοι τους κρατούσαν μέσα στα δερμάτινα σακίδιά τους, που είχαν κρεμασμένα στην πλάτη τους, την ασπρογάλαζη επίσημη στολή τους, που θα τη φορούσαν την άλλη μέρα για την είσοδό τους στις Βρυξέλλες. Καθώς περνούσα από μπροστά τους, συλλογιζόμουν πως αυτοί οι άνδρες δεν είχαν νικηθεί ποτέ κι όπως κοιτούσα τα τραχιά και ηλιοψημένα τους πρόσωπα και την αυστηρή και σιωπηλή εμφάνισή τους, είπα μέσα μου πως δεν ήταν δυνατό να νικηθούν ποτέ... ...Το θέαμα που ξανοίχτηκε μπροστά μου με κράτησε ασάλευτο και βουβό, σαν να είχα γίνει ξαφνικά ένας υπέροχος έφιππος ανδριάντας. Είχα αφήσει δύο μεγάλες στρατιές, μία από κάθε πλευρά της κοιλάδας κι έναν ανοιχτό χώρο ανάμεσά τους. τώρα δεν έβλεπα παρά μακριές σειρές από κουρελιάρικα ξέφτια τσακισμένων κι εξαντλημένων συνταγμάτων στις δύο κορυφογραμμές κι ανάμεσά τους μια ολόκληρη στρατιά από νεκρούς και πληγωμένους. Σε δύο μίλια μάκρος και μισό μίλι πλάτος, ο κάμπος ήταν στρωμένος με ανθρώπινα κορμιά. Στη μακρυά πλαγιά που ήταν οι βρετανικές θέσεις, ανέβαινε ένα κινούμενο δάσος μαύρο, ορμητικό, κυματιστό, αδιάσπαστο. Μήπως δε γνώριζα τα βελούδινα καπέλα της Φρουράς; Μήπως δεν ήξερα, μήπως δεν μου το έλεγε το στρατιωτικό μου ένστικτο πως αυτές ήταν οι τελευταίες εφεδρείες της Γαλλίας; Και πως ο Αυτοκράτορας, σαν ένας απελπισμένος παίκτης, τα πόνταρε όλα για όλα στο τελευταίο του ατού;"... ...Η Αυτοκρατορική Φρουρά καταλάβαινε πως πήγαινε να πεθάνει και φώναξε " Ζήτω ο Αυτοκράτορας!!". Δεν υπάρχει πιο σπαρακτικό πράγμα στην Ιστορία, από την αγωνία αυτή που ξεσπά σε ζητωκραυγές. Φάνηκε μια απαίσια κόκκινη δύση κι ένας μεγάλος ήλιος που βασίλευε. Στο Αούστερλιτς τον είχαν δει να ανατέλλει κιόλας... ...Όταν τα ψηλά καπέλα των γρεναδιέρων της Φρουράς, με την πλατιά πλάκα και τον αετό, φάνηκαν, συμμετρικά κι ευθυγραμμισμένα, ήσυχα και θαυμαστά μέσα στον κουρνιαχτό της παλαίστρας αυτής, ο εχθρός ένιωσε το αξιοσέβαστο της Γαλλίας. Τους φάνηκε πως έβλεπαν είκοσι μάχες να μπαίνουν στον αγώνα με τα φτερά ανοιγμένα.... ...Ο Ζεράρ παρακολουθούσε κι αυτός ανήμπορος και με μεγάλη αγωνία την τελευταία έφοδο της Φρουράς. Το κύμα των βελούδινων καπέλων κυλούσε ολοένα μπροστά, όταν άξαφνα, με ένα τράνταγμα που έφτασε ως τα αυτιά μου, έπεσε πάνω στο βρετανικό πεζικό. Ένα λεπτό πέρασε.. Κι άλλο. Κι άλλο. Η ψυχή μου ανέβηκε στο στόμα. Πότε πήγαιναν μπρος και πότε πίσω. Δεν προχωρούσαν πια, τους είχαν συγκρατήσει. Θεέ μου! Άρχιζαν, λοιπόν, να σπάζουν; Ήταν δυνατόν; Είδα ένα μαύρο στίγμα να κατεβαίνει στο λόφο, ύστερα δύο, ύστερα τέσσερα, ύστερα δέκα, ύστερα μια μεγάλη άμορφη μάζα που πάλευε, σταματούσε, ορμούσε, αντιστεκόταν, ώσπου στο τέλος κομματιάστηκε και ξεχύθηκε κατεβαίνοντας με μεγάλη βιάση την πλαγιά. " Η Φρουρά έσπασε! Η Φρουρά έσπασε!", άκουγα να φωνάζουν ολόγυρά μου. Σ' όλο το μήκος της γραμμής το πεζικό το είχε βάλει στα πόδια και οι πυροβολητές είχαν παρατήσει τα κανόνια τους... ...Ανέβαιναν ολοένα, υπέροχοι, αδιάσπαστοι, ακαταμάχητοι. Τους μαστίγωναν τα μουσκέτα, τους θέριζαν τα κανόνια κι αυτοί προχωρούσαν σαν ένα μαύρο κύμα που αναδιπλωνόταν και κατάπινε τις βρετανικές πυροβολαρχίες... ...Η Αυτοκρατορική Φρουρά κατάλαβε, μέσα στο σκοτάδι, πως ο στρατός γύρω της δραπέτευε. Ένιωσε τον απέραντο κλονισμό της φυγής κι άκουσε την κραυγή, " Ο σώζων εαυτό σωθήτω!". Αλλά εξακολουθούσε να προχωρεί, αν και πίσω της έφευγαν. Όσο προχωρούσε, την κεραυνοβολούσαν περισσότερο και σε κάθε βήμα πέθαινε. Κανένας δε δίστασε, κανένας δε δείλιασε. Ο στρατιώτης μέσα σε αυτό το σώμα ήταν τόσο γενναίος, όσο και ο στρατηγός. Ούτε ένας δεν έλειψε από την αυτοκτονία...
...Για τον Ζεράρ, η εικόνα της οπισθοχώρησης της Φρουράς ήταν ένα σοκ πέρα από κάθε φαντασία. "Η Φρουρά έσπασε!". "Η Φρουρά οπισθοχωρεί!". "Σωθείτε, τρέξτε να σωθείτε. Προδοσία". Στρατιώτες ορμούσαν ξέφρενοι προς τα πίσω, πηδούσαν και κουτρουβαλούσαν σαν φοβισμένα πρόβατα. Φωνές κι ουρλιαχτά ακούγονταν ολόγυρά μου. Κι εκείνη τη στιγμή, καθώς κοιτούσα τις βρετανικές θέσεις, είδα κάτι που δε θα το ξεχάσω ποτέ μου. Ένας μοναχικός καβαλάρης στεκόταν πάνω στην κορυφογραμμή κι η σιλουέτα του διαγραφόταν σκοτεινή μέσα στην τελευταία κι οργισμένη λάμψη του ήλιου που έσβηνε στη δύση. Ήταν τόσο σκοτεινός κι ασάλευτος μέσα σ' εκείνο το απαίσιο φως, που θα 'λεγες πως ήταν το ίδιο το πνεύμα της Μάχης που στεκόταν πάνω από εκείνη τη φρικτή κοιλάδα, βυθισμένο σε σκυθρωπούς συλλογισμούς. Εκεί που τον κοιτούσα, έβγαλε ξαφνικά το καπέλο του και το σήκωσε στον αέρα, και μ' αυτό το σινιάλο, ολόκληρη η βρετανική στρατιά, με μια βαθιά και υπόκωφη βουή, σαν ένα κύμα που σπάζει, πλημμύρισε την κορυφογραμμή και ξεχύθηκε κάτω στον κάμπο... ...Η φυγή πίσω από την Αυτοκρατορική Φρουρά ήταν αξιοθρήνητη. Ο στρατός τσάκιζε από όλα τα μέρη μαζί, από το Ουγκομόν, τη Λα Αι Σαιν, το Παπελότ, το Πλανσενουά. Ακολούθησε η φωνή "Προδοσία!". Στρατός που σκορπίζει μοιάζει με πάγο που λιώνει. Όλα χαλάνε, ραγίζουν, τρίζουν, κυλιούνται, πέφτουν, συγκρούονται, τρέχουν, γκρεμίζονται. Αφάνταστη αποσύνθεση. Μάταια Ο Ναπολέων φράζει το δρόμο μ' ότι του έχει απομείνει από τη Φρουρά. Μάταια ρίχνει το ιππικό της σωματοφυλακής του. Το πρωσικό ιππικό, φρέσκο, ορμά, σπαθίζει, πετά, κόβει, πελεκάει, σκοτώνει, εξολοθρεύει. Τ' αμάξια αναποδογυρίζονται, τα πυροβόλα λιποτακτούν, οι στρατιώτες τους ξεπεζεύουν τ' άλογα, τα καβαλάνε και φεύγουν. Ένα πλήθος παραζαλισμένο γεμίζει τους δρόμους, τα μονοπάτια, τα γεφύρια, τις κοιλάδες, τους λόφους, τους κάμπους, τα δάση. Ξεφωνητά, απελπισία, σάκκοι και τουφέκια που πετιούνται μέσα στα σπαρτά, στρατιώτες που ανοίγουν δρόμο με σπαθιές. Κανείς δε γνωρίζει πια συνάδελφο, αξιωματικό, στρατηγό. Τους κατέχει απερίγραπτη τρομάρα. Ο Τσίτεν σπαθίζει τη Γαλλία με την άνεσή του. Τα λιοντάρια έγιναν λαγοί... ...Οι Άγγλοι δεν είχαν ούτε φρόνημα, ούτε ψυχή, παρά μόνο ένα στέρεο, ασάλευτο, βοδινό κρέας, που πάνω σ' αυτό σπάζαμε μάταια την ορμή μας. Αυτό ήταν φίλοι μου. Από τη μια μεριά ποίηση, ιπποτισμός, αυτοθυσία-- ό,τι το ωραίο και το ηρωικό. Κι από την άλλη μεριά βοδινό κρέας. Οι ελπίδες μας, τα ιδανικά μας, τα όνειρά μας, όλα τσακίστηκαν πάνω σ' αυτό το τρομερό βοδινό της Γηραιάς Αγγλίας... ...Το κυνηγητό που ακολούθησε ήταν τερατώδες. Ο Μπλύχερ διέταξε να τους ξεκάνουν όλους. Μερικά τετράγωνα της Φρουράς, ακίνητα μέσα στο ρεύμα της φυγής, σαν βράχοι στο χείμαρρο, βάσταξαν ως τη νύχτα. Κάθε τάγμα, απομονωμένο από τα άλλα και μη έχοντας πια κανένα σύνδεσμο με τον στρατό που είχε κοπεί σε χίλια κομμάτια, πέθαινε για λογαριασμό του. Το Ουλμ, το Βαγκράμ, η Ιένα, το Φρίντλαντ πέθαιναν μαζί τους. Όταν νύχτωσε, κατά τις 9 το βράδυ, κάτω από το οροπέδιο του Σαιν Ζαν, απέμενε ακόμη μία μάζα. Τη διοικούσε ένας συνταγματάρχης άσημος, που λεγόταν Καμπρόν. Μετά από κάθε κανονιοβολισμό το τετράγωνο λιγόστευε, αλλά πολεμούσε. Από τη λεγεώνα εκείνη δεν έμεινε, παρά μια χούφτα άνθρωποι, κι η σημαία τους δεν ήταν παρά ένα κουρέλι. " Παραδοθείτε ανδρείοι Γάλλοι", φώναξε ένας Άγγλος αξιωματικός ( ο πίνακας επάνω ). "Σκατά", απάντησε τότε ο Καμπρόν. " Η Φρουρά δεν παραδίδεται, πεθαίνει..." Ο άνθρωπος που κέρδισε τη μάχη του Βατερλώ είναι ο Καμπρόν. Να φτύσεις τον κεραυνό που σε σκοτώνει, με μια λέξη, αυτό είναι νίκη! Ν' απαντήσεις έτσι στην καταστροφή. Να πεις αυτό στο πεπρωμένο. Να ειρωνεύεσαι μέσα στον τάφο. Να στέκεσαι μ' έναν τρόπο όρθιος κι αφού έπεσες. Να πνίξεις μέσα σε δύο συλλαβές την Ένωση της Ευρώπης. Να συγκεφαλαιώσεις τη νίκη αυτή με μια υπέρτατη λέξη, ανέκφραστη. Να χάσεις το πεδίο της μάχης και να κερδίσεις την Ιστορία...





ΠΗΓΕΣ:
1) Στρατιωτική Ιστορία-Μεγάλες Μάχες, τεύχος 37
2) Οι περιπέτειες του Ζεράρ, A.C.Doyle
3) Οι Άθλιοι, V.Hugo

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Ποιήματα - Jorge Luis Borges

"Μαθαίνεις"














Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.
Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια
Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις
Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού
Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.
Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.
Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια
Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη
Και ότι, αλήθεια, αξίζεις
Και μαθαίνεις… μαθαίνεις
…με κάθε αντίο μαθαίνεις .





"Ποίημα στους φίλους"




















Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις 
για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,
ούτε έχω απαντήσεις 
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου,
όμως μπορώ να σε ακούσω 
και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν' αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι, εκεί, μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματά σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου,
να κρατηθείς και να μην πέσεις.

Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου,
δεν είναι δικές μου.
Όμως, ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.

Δεν μπορώ να περιορίσω σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
όμως, θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι, για να μεγαλουργήσεις.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
όμως, μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια της,
για να την ξαναφτιάξουμε πιο δυνατή.

Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι,
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να είμαι φίλος σου.

Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω ή κάτω,
ή μέση.

Δεν ήσουν πρώτος 
ή τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα, ούτε το τελευταίο.

Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.

Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.

Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.

Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος
στη λίστα σου.

Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.

Ποιήματα - Μίλτος Σαχτούρης

                                                              Το περιστέρι

Από 'δω θα περνούσε το περιστέρι,
είχαν ανάψει δαδιά γύρω στους δρόμους,
άλλοι άνθρωποι φύλαγαν στις δενδροστοιχίες,
παιδιά κρατούσαν στα χέρια σημαιούλες,
περνούσαν οι ώρες κι άρχισε να βρέχει,
έπειτα σκοτείνιασε κι όλος ο ουρανός,
μια αστραπή ψιθύρισε κάτι φοβισμένα,
και άνοιξε η κραυγή στο στόμα του ανθρώπου,
τότε το άγριο περιστέρι μ' άγρια δόντια, σα σκύλος,
ούρλιαξε μες στη νύχτα...



                                                               Το ψωμί


Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί,
είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό,
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι,
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω του,
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος,
κι αυτή μ'ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό.
Όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πήγαιναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στο μικρό άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.


                                                               Οι εχθροί της Άνοιξης



Έρχεται φέτος κουρασμένη
η Άνοιξη,
να κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν,
για να την τσακίσουν.

Αυτή, όμως,
με κρότο
ανάβει ένα-ένα
τα λουλούδια της,
στα μάτια τους τα ρίχνει,
για να τους στραβώσει.


                                                                   Αστεροσκοπείο



Διαρρήχτες του ήλιου,
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι,
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα,
δεν ξέρουν τι χρώμα έχει ο ουρανός.

Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι,
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν,
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια,
με τ' άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα,
με τις πέτρες των δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ' άλλους πλανήτες το φως.

Να πεθάνουν.

Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της,
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι,
από το χάδι του το κάθε χέρι,
απ' τ΄ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί.

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας και οι ..Iron Maiden!

Χρονική περίοδος: Κριμαϊκός Πόλεμος, 1854-1856 μ.Χ.
  Μία ηρωική έφοδος που γενικά θεωρείται πως είχε καθοριστική επίδραση στην έκβαση της μάχης της Μπαλακλάβα. Είναι, όμως, έτσι;
  Kατά τη διάρκεια της μάχης της Mπαλακλάβα στον Kριμαϊκό πόλεμο (25 Οκτωβρίου 1854), η βρετανική Eλαφρά Tαξιαρχία Iππικού εκτέλεσε μία από τις διασημότερες εφόδους στην πολεμική ιστορία. H επέλαση, που έμεινε στην ιστορία από το σχετικό ποίημα του Λόρδου Tένυσον, ήταν μία πράξη ηρωισμού και αυταπάρνησης και η ενέργεια των Bρετανών ιππέων είχε καθοριστική σημασία για την έκβαση της μάχης. Ή μήπως αυτή η εικόνα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα;

Aν και ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τη γενναιότητα των ιππέων που κάλπασαν προς το θάνατο, αντιμετωπίζοντας υπέρτερες ρωσικές δυνάμεις, οι οποίες μάλιστα διέθεταν άφθονη υποστήριξη από το πυροβολικό, η αλήθεια είναι ότι όλα οφείλονται σε ένα τραγικό λάθος.
O διοικητής της βρετανικής στρατιάς λόρδος Pάγκλαν είχε αντιληφθεί ότι οι Pώσοι προσπαθούσαν να απομακρύνουν μερικά πυροβόλα που είχαν αποσπάσει από τους Aγγλους σε κάποια φάση της μάχης. O Pάγκλαν βρισκόταν ψηλά στη μία από τις δύο πλαγιές που ορίζουν την "κοιλάδα του θανάτου". Aντίθετα, ο υφιστάμενός του διοικητής του ιππικού, λόρδος Λούκαν, βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο της κοιλάδας. Oπως αποδείχτηκε, αυτό θα είχε τραγικές συνέπειες.
O Pάγκλαν έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί μία συνοπτική διαταγή: "Tο ιππικό να αναπτυχθεί ταχύτατα στο μέτωπο με σκοπό να εμποδίσει τον εχθρό να μεταφέρει τα κανόνια". Μη έχοντας οπτική επαφή με τους Ρώσους  που προσπαθούσαν να απομακρύνουν τα αγγλικά κανόνια, ο Λούκαν ρώτησε σχετικά τον αξιωματικό που του μετέφερε τη διαταγή, λοχαγό Eντουαρντ Nόλαν. O Nόλαν, που απεχθανόταν τους "αριστοκράτες" προϊσταμένους του, έκανε μία αόριστη κίνηση με το χέρι προς την κατεύθυνση που θυμόταν ότι βρίσκονταν οι Pώσοι λέγοντας στον εμβρόντητο Λούκαν: "Eκεί, λόρδε, είναι ο εχθρός σας, εκεί είναι και τα κανόνια σας".
Eδώ δημιουργήθηκε η παρεξήγηση. Προς την αόριστη κατεύθυνση που έδειχνε ο Nόλαν, ο Λούκαν μπορούσε να δει μόνο τη γραμμή μάχης των Pώσων, όπου είχαν παραταχθεί μερικά συντάγματα πεζικού και μία πυροβολαρχία. O Λούκαν μεταβίβασε τη διαταγή στο δικό του υφιστάμενο, λόρδο Kάρντιγκαν, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε για το παράτολμο μίας τέτοιας επίθεσης. Oταν ο Λούκαν δήλωσε ότι πρόκειται για διαταγή του αρχηγού της στρατιάς, ο Kάρντιγκαν στωικά είπε στους άνδρες του να ετοιμαστούν για έφοδο.

Oι 660 περίπου ιππείς της ταξιαρχίας ετοιμάστηκαν και ξεκίνησαν για τις εχθρικές γραμμές. O Nόλαν, που είχε μείνει παράμερα, παρατήρησε ότι αντί να στρίψουν δεξιά και να κατευθυνθούν προς τους Pώσους που διέφευγαν, οι ιππείς κάλπαζαν ευθεία μπροστά, προς τις εχθρικές γραμμές. Aνέβηκε στο άλογό του και άρχισε να τρέχει πίσω τους, φωνάζοντας και προσπαθώντας να τους σταματήσει πριν εκτεθούν στα φονικά πυρά των Pώσων. Oμως, μία οβίδα έσκασε μπροστά του και τα θραύσματα τον τραυμάτισαν θανάσιμα. H ταξιαρχία συνέχισε την έφοδό της και κατόρθωσε, παρά τις βαρύτατες απώλειες, να φθάσει στις εχθρικές γραμμές κυριεύοντας μάλιστα μερικά κανόνια. Ωστόσο η αντεπίθεση των Pώσων δεν ήταν δυνατό να αναχαιτιστεί και μόνο η επέμβαση των Γάλλων θωρακοφόρων επέτρεψε στα υπολείμματα της ταξιαρχίας να απαγκιστρωθούν και να επιστρέψουν στις φίλιες γραμμές.
O απολογισμός της παράτολμης επίθεσης ήταν τραγικός. Mόλις 195 από τους 660 κατόρθωσαν να επιστρέψουν σώοι. Tουλάχιστον 130 σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι τραυματίστηκαν, ενώ χάθηκαν σχεδόν 500 άλογα. H θαρραλέα έφοδος δεν είχε κάποια επίδραση στην έκβαση της μάχης. Oπως παρατήρησε ο Γάλλος στρατηγός Πιερ Mποσκ για την έφοδο, "ήταν εκπληκτική, αλλά αυτό δεν είναι πόλεμος".
  Την ίδια χρονιά, ο λόρδος Tennyson θα γράψει το ποίημα "Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας" προς τιμήν των ανδρών αυτών που πραγματοποίησαν την επίθεση "αυτοκτονίας".
The Charge of the Light Brigade
1
Half a league, half a league,
    Half a league onward,
All in the valley of Death
    Rode the six hundred.
"Forward, the Light Brigade!
"Charge for the guns!" he said:
Into the valley of Death
    Rode the six hundred.

2
"Forward, the Light Brigade!"
Was there a man dismay'd?
Not tho' the soldier knew
    Someone had blunder'd:
Theirs not to make reply,
Theirs not to reason why,
Theirs but to do and die:
Into the valley of Death
    Rode the six hundred.

3
Cannon to right of them,
Cannon to left of them,
Cannon in front of them
    Volley'd and thunder'd;
Storm'd at with shot and shell,
Boldly they rode and well,
Into the jaws of Death,
Into the mouth of Hell
    Rode the six hundred.

4
Flash'd all their sabres bare,
Flash'd as they turn'd in air,
Sabring the gunners there,
Charging an army, while
    All the world wonder'd:
Plunged in the battery-smoke
Right thro' the line they broke;
Cossack and Russian
Reel'd from the sabre stroke
    Shatter'd and sunder'd.
Then they rode back, but not
    Not the six hundred.

5
Cannon to right of them,
Cannon to left of them,
Cannon behind them
    Volley'd and thunder'd;
Storm'd at with shot and shell,
While horse and hero fell,
They that had fought so well
Came thro' the jaws of Death
Back from the mouth of Hell,
All that was left of them,
    Left of six hundred.

6
When can their glory fade?
O the wild charge they made!
    All the world wondered.
Honour the charge they made,
Honour the Light Brigade,
    Noble six hundred.
  Το 1891 και ο Ρ.Κίπλινγκ θα γράψει τον "Τελευταίο της Ελαφράς Ταξιαρχίας" εστιάζοντας στα δεινά που υπέστησαν όσοι συμμετείχαν στο συγκεκριμένο γεγονός.
  Το 1983 οι Iron Maiden, εμπνεόμενοι από το παραπάνω ποίημα, θα εκδόσουν το single "The Τrooper" ως συνέχεια του 4ου άλμπουμ τους "Piece of Mind". Το τραγούδι γνωρίζει αμέσως τη διεθνή επιτυχία. Το επίσημο video clip περιλαμβάνει σκηνές από την ταινία του 1936, "Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας", με τους Eroll Flynn και Olivia de Havilland. Από τότε, ο B.Dickinson συνηθίζει να εμφανίζεται επί σκηνής ανεμίζοντας τη σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου (Union Jack) και φορώντας τη χαρακτηριστική κόκκινη στολή των στρατιωτών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας της εποχής κατά τη διάρκεια του τραγουδιού. Στη συναυλία των Iron Maiden στο Δουβλίνο το 2003, η κίνηση αυτή αποδοκιμάστηκε έντονα από το ιρλανδικό κοινό για "ευνόητους" λόγους. Για τους ίδιους λόγους, κατά την "Περίοδο των Ταραχών" στη Β.Ιρλανδία, υιοθετήθηκε ως έμβλημα από τον UFF ( Ulster Freedom Fighters), την παραστρατιωτική οργάνωση των Ιρλανδών προτεσταντών loyalists, ο Eddie του εξώφυλλου του single.


L y r i c s :
You'll take my life but I'll take yours too
You'll fire your musket but I'll run you through
So when you're waiting for the next attack
You'd better stand there's no turning back

The bugle sounds as the charge begins
But on this battlefield no one wins
The smell of acrid smoke and horses breath
As you plunge into a certain death

The horse he sweats with fear we break to run
The mighty roar of the Russian guns
And as we race towards human wall
The screams of pain as my comrades fall

We hurdle bodies that lay on the ground
And as the Russians fire another round
We get so near yet so far away
We won't live to fight another day

We get so close near enough to fight
When a Russian gets me in his sights
He pulls the trigger and I feel the blow
A burst of rounds takes my horse below

And as I lay there gazing at the sky
My body's numb and my throat is dry
And as I lay forgotten and alone
Without a tear I draw my parting groan
Songwriters: HARRIS, STEPHEN PERCY

ΠΗΓΕΣ:
1)http://www.militaryhistory.gr/articles/view/37
2)https://en.wikipedia.org/wiki/The_Trooper
3)https://en.wikipedia.org/wiki/The_Charge_of_the_Light_Brigade_(poem)

"Τι είναι ο άνθρωπος" M.Twain

                Το σημείο καμπής στη ζωή μου
 Αν κατάλαβα καλά, το περιοδικό Bazaar καλεί μερικούς από εμάς να γράψουμε σχετικά με το παραπάνω θέμα. Δηλαδή, για το σημείο καμπής στο ρου της ζωής μου, το οποίο οδήγησε σ' αυτό που, κατ' εμέ, μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο σημαντικό σημείο της καριέρας μου. Υπονοείται επίσης, ασυναίσθητα ίσως, ότι αυτό το σημείο καμπής ήταν, αυτό καθαυτό, ο δημιουργός της νέας κατάστασης. Κι αυτό του προσδίδει ένα ιδιαίτερο κύρος, μια εξέχουσα θέση. Δεν είναι, όμως, παρά ο τελευταίος κρίκος μιας πολύ μεγάλης αλυσίδας αλλαγών που ως στόχο είχαν να επιφέρουν αυτό το σημαντικό αποτέλεσμα. Δεν είναι πιο σημαντικό από ό,τι το ταπεινότερο από τα δέκα χιλιάδες σημεία καμπής που προηγούνται αυτού. Καθένα από αυτά τα δέκα χιλιάδες σημεία καμπής έκανε το χρέος του σε μία δεδομένη στιγμή, προωθώντας έτσι το σχέδιο της ζωής μου, και καθένα από αυτά ήταν απαραίτητο. Αν εξαιρούσα κάποιο από αυτά θα ήταν σα να χαλούσα το σχέδιο και το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό από αυτό που είναι τώρα. Ξέρω ότι συνηθίζουμε να λέμε: "Το τάδε γεγονός ήταν το σημείο καμπής της ζωής μου, αλλά κανονικά δε θα έπρεπε να το λέμε. Θα έπρεπε απλώς να θεωρούμε ότι η θέση του ως τελευταίου κρίκου στην αλυσίδα, το κάνει να είναι και ο πιο προφανής κρίκος. Στην πραγματικότητα δεν είναι πιο σημαντικός από οποιονδήποτε άλλον προηγούμενο κρίκο.
 Ίσως, το πιο σημαντικό σημείο καμπής, που αναφέρεται στην Ιστορία, είναι η διάβαση του Ρουβίκωνα ποταμού. Ο Σουητώνιος αναφέρει: "Φτάνοντας ο Καίσαρας με τα στρατεύματά του στις όχθες του Ρουβίκωνα ποταμού σταμάτησε για λίγο και, επεξεργαζόμενος στο μυαλό του τη σπουδαιότητα του βήματος που ήταν έτοιμος να κάνει, γύρισε στους στρατιώτες του και είπε: <<Υπάρχει ακόμη χρόνος να κάνουμε πίσω. Αν,όμως, περάσουμε αυτή τη μικρή γέφυρα, το μόνο που μας μένει είναι να πολεμήσουμε με τα όπλα μας>>".
 Αυτή ήταν μια εξαιρετικά συγκινητική στιγμή. Και όλα τα συμβάντα, μικρά και μεγάλα, που είχε ζήσει ο Καίσαρας μέχρι εκείνη τη στιγμή τον είχαν οδηγήσει σε αυτό το σημείο, βήμα βήμα, κρίκο κρίκο. Αυτός ήταν ο τελευταίος κρίκος, απλά ο τελευταίος, και δεν ήταν καθόλου πιο σημαντικός από τους άλλους. Βλέποντάς τον ,όμως, μέσα από την πυκνή ομίχλη της φαντασίας μας, μας φαίνεται τόσο μεγάλος όσο και η τροχιά του Ποσειδώνα. 
 Εσείς, ο αναγνώστης, έχετε προσωπικά ενδιαφέρον γι' αυτό τον κρίκο, το ίδιο και γω, το ίδιο και όλη η ανθρωπότητα. Ήταν ένας από τους κρίκους της αλυσίδας της ζωής σας, ένας από τους κρίκους της δικής μου αλυσίδας. Μπορούμε να περιμένουμε τώρα, με κομμένη την ανάσα, όση ώρα ο Καίσαρας σκέφτεται. Η μοίρα σας και η μοίρα μου καθορίζονται από την απόφασή του.
 Κι ενώ ο Καίσαρας δίσταζε, συνέβη το εξής: Ένας άνθρωπος, με ευγενικό παράστημα και όμορφη θωριά, εμφανίστηκε εκεί κοντά να κάθεται και να παίζει αυλό. Όταν βοσκοί και στρατιώτες πλησίασαν να τον ακούσουν, εκείνος άρπαξε μια σάλπιγγα από έναν από αυτούς, έτρεξε προς το ποτάμι και, σαλπίζοντας ένα εμβατήριο, πέρασε απέναντι. Μετά από αυτό, ο Καίσαρας αναφώνησε: " Ας πάμε. Οι οιωνοί των θεών και η ατιμία των εχθρών μας καλούν. Ο κύβος ερρίφθη." 
 Κι έτσι πέρασε απέναντι και άλλαξε το μέλλον όλης της ανθρωπότητας για πάντα. Αλλά και αυτός ο άγνωστος ήταν ένας κρίκος στην αλυσίδα της ζωής του Καίσαρα και σημαντικός, μάλιστα. Δε γνωρίζουμε το όνομά του, δεν ξανακούστηκε τίποτε γι' αυτόν.Ο ρόλος του ήταν δευτερεύων, εμφανίζεται σαν ένα τυχαίο γεγονός. Δεν ήταν, όμως, καθόλου τυχαίος. Ήταν εκεί, γιατί έτσι όριζε η δική του αλυσίδα της ζωής, για να σημάνει το συγκλονιστικό εμβατήριο που θα έκανε τον Καίσαρα να αποφασίσει και μετά να περάσει για πάντα, σαλπίζοντας, στους διαδρόμους της Ιστορίας.
  Αν δεν βρισκόταν εκεί ο άγνωστος! Βρισκόταν όμως. Κι ο Καίσαρας διέσχισε τον ποταμό. Και με τι αποτελέσματα! Τόσο σπουδαία γεγονότα, καθένα από αυτά ένας κρίκος στην αλυσίδα της ζωής της ανθρωπότητας, καθένα από αυτά να επιφέρει το επόμενο, και το επόμενο το μεθεπόμενο, κοκ: η κατάρρευση μιας δημοκρατίας, η ίδρυση μιας αυτοκρατορίας. Η παρακμή μιας αυτοκρατορίας, η γέννηση του Χριστιανισμού μέσα από ερείπιά της, η εξάπλωση της θρησκείας σε άλλα μέρη - κτλ: κρίκο τον κρίκο, την προκαθορισμένη ώρα επήλθε η ανακάλυψη της Αμερικής, η οποία αποτέλεσε και αυτή έναν κρίκο στην αλυσίδα. Η αμερικανική επανάσταση επίσης. Το ίδιο και η εισροή των Άγγλων και των άλλων μεταναστών. Η πορεία τους προς τη Δύση ( συμπεριλαμβανομένων και των προγόνων μου). Η εγκατάσταση ορισμένων από αυτούς στο Μιζούρι - πορεία που κατέληξε σε μένα. Γιατί εγώ ήμουν ένα από τα αναπόφευκτα αποτελέσματα της διάβασης του Ρουβίκωνα ποταμού. Αν ο άγνωστος δεν είχε σαλπίσει, αλλά είχε μείνει μακρυά ( πράγμα αδύνατο, γιατί ήταν ένας προκαθορισμένος κρίκος ) ο Καίσαρας δε θα είχε περάσει απέναντι. Τι θα συνέβαινε σε αυτή την περίπτωση, δε θα το μάθουμε ποτέ. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι δε θα συνέβαιναν όλα όσα συνέβησαν. Φυσικά, τα γεγονότα που συνέβησαν μετά από τη στιγμή εκείνη, θα μπορούσαν να είχαν αντικατασταθεί από άλλα, εξίσου θαυμαστά γεγονότα, η φύση, όμως, και τα αποτελέσματά τους θα μας είναι για πάντα άγνωστα. Αυτό όμως που με ενδιαφέρει εμένα προσωπικά, είναι ότι δε θα ήμουν εδώ, τώρα, αλλά θα ήμουν κάπου αλλού. Ίσως και να ήμουν μαύρος - ποιος ξέρει; Λοιπόν, χαίρομαι που ο Καίσαρας πέρασε τον ποταμό, και μάλιστα του είμαι ειλικρινά και εξαιρετικά ευγνώμων, παρόλο που αυτό το θέμα δεν το είχα ξανασκεφτεί μέχρι τώρα.
  Για μένα, το πιο σημαντικό γνώρισμα της ζωής μου είναι η λογοτεχνία. Ασχολούμαι επαγγελματικά με τη λογοτεχνία για πάνω από 40 χρόνια. Υπήρξαν πολλά σημεία καμπής στη ζωή μου, αλλά αυτό που αποτέλεσε τον τελευταίο κρίκο στην αλυσίδα που είχε ως στόχο να με μυήσει στους κόλπους της λογοτεχνίας είναι ο πιο προφανής κρίκος. Επειδή είναι ο τελευταίος. Δεν είναι πιο σημαντικός από τους προηγούμενους. Όλοι οι άλλοι κρίκοι περνούν απαρατήρητοι. Όλοι, εκτός από τη διάβαση του Ρουβίκωνα ποταμού. Ως παράγοντες όμως που συνέβαλαν στο να με κάνουν άνθρωπο των γραμμάτων, είναι όλοι τους εξίσου σημαντικοί, συμπεριλαμβανομένου και του κρίκου του Ρουβίκωνα.
  Ξέρω πώς έγινα τελικά άνθρωπος των γραμμάτων, και θα σας πω τα βήματα που οδήγησαν σε αυτό το σημείο.
  Η διάβαση του Ρουβίκωνα δεν είναι ο πρώτος κρίκος ούτε καν ο πιο πρόσφατος. Θα έπρεπε να πάω πολλά χρόνια πίσω, πριν εκείνη τη μέρα του Καίσαρα, για να βρω τον πρώτο κρίκο. Για να κάνω οικονομία στο χώρο θα πάω μόνο μερικές δεκαετίες πίσω και θα ξεκινήσω με ένα συμβάν της παιδικής μου ηλικίας. Όταν ήμουν 12,5 χρονών, ο πατέρας μου πέθανε. Αυτό συνέβη την Άνοιξη. Το Καλοκαίρι ήρθε φέρνοντας μαζί του μια επιδημία ιλαράς. Για ένα διάστημα πέθαινε σχεδόν ένα παιδί κάθε μέρα. Το χωριό είχε παραλύσει από το φόβο, την απελπισία και την απογοήτευση. Όσα παιδιά δεν τα είχε χτυπήσει η επιδημία, τα φυλάκιζαν στα σπίτια τους για να μην κολλήσουν κι αυτά την αρρώστια. Στα σπίτια δεν υπήρχαν χαρούμενα πρόσωπα, δεν υπήρχε μουσική. Αντί για τραγούδια και φωνές ακούγονταν επιβλητικοί ύμνοι και προσευχές. Δεν επιτρέπονταν οι σκανδαλιές, οι θόρυβοι, τα γέλια, οι συγγενείς πηγαινοέρχονταν σιωπηλά, στις μύτες των ποδιών, σαν φαντάσματα. Ήμουν φυλακισμένος. Η ψυχή μου είχε βουλιάξει σε αυτή την ανυπόφορη μελαγχολία και στο φόβο. Που και που, κάθε μέρα και κάθε νύχτα, με έπιανε ένα ξαφνικό τρέμουλο και σκεφτόμουν: "Ορίστε! Κόλλησα και 'γω! Θα πεθάνω!". Η ζωή κάτω από τις άθλιες αυτές συνθήκες, δεν άξιζε ούτε δεκάρα, και στο τέλος αποφάσισα να κολλήσω και εγώ την αρρώστια και να την ξεπεράσω με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Δραπέτευσα από το σπίτι και πήγα στο σπίτι του γείτονά μας, του οποίου ο γιος και σύντροφός μου στα παιχνίδια ήταν πολύ σοβαρά άρρωστος. Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, γλίστρησα στο δωμάτιό του και ξάπλωσα μαζί του στο κρεβάτι. Με ανακάλυψε η μητέρα μου, η οποία με έστειλα πάλι πίσω στη φυλακή μου. Είχα όμως κολλήσει, και αυτό δεν μπορούσαν να μου το πάρουν. Κόντεψα να πεθάνω. Όλο το χωριό ενδιαφέρθηκε και ανησύχησε για την κατάστασή μου, και ρωτούσε καθημερινά να μάθει νέα μου. Κι όχι μόνο μια φορά τη μέρα, αλλά πολλές φορές. Όλοι πίστευαν πως θα πέθαινα. Τη 14η μέρα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο, και απογοητεύτηκαν πολύ. Αυτό ήταν ένα σημείο καμπής στη ζωή μου ( ο κρίκος υπ' αριθμόν 1). Γιατί, όταν έγινα καλά, η μητέρα μου διέκοψε τη σχολική μου σταδιοδρομία και με έστειλε να μαθητεύσω πλάι σε έναν τυπογράφο. Είχε κουραστεί να με προσέχει από τις κακοτοπιές και η περιπέτειά μου με την ιλαρά την έκανε να αποφασίσει να με εμπιστευτεί σε πιο έμπειρα χέρια από τα δικά της.
  Έγινα τυπογράφος, κι άρχισα να προσθέτω τον ένα κρίκο μετά τον άλλο στην αλυσίδα που θα με οδηγούσε στο επάγγελμα του λογοτέχνη. Ήταν ένας μακρύς δρόμος, αλλά τότε δεν ήταν δυνατό να το ξέρω αυτό. Και, καθώς δεν ήξερα πού οδηγούσε, ούτε καν ότι οδηγούσε κάπου, με άφηνε αδιάφορο. Αλλά με ικανοποιούσε κιόλας.
  Ο νεαρός τυπογράφος περιπλανιέται πολύ, ψάχνοντας και βρίσκοντας δουλειές. Και ξαναψάχνοντας, όταν το απαιτεί η ανάγκη. Η ανάγκη είναι μια περίσταση. Η Περίσταση είναι το αφεντικό του ανθρώπου - και όταν η Περίσταση απαιτεί, ο άνθρωπος πρέπει να υπακούσει. Μπορεί να το διαπραγματευτεί το θέμα, αυτό είναι προνόμιό του, όπως το κάθε σώμα που πέφτει έχει το σεβαστό προνόμιο να κάτσει να το διαπραγματευτεί με την έλξη της βαρύτητας- αλλά και πάλι δε θα βγει τίποτα. Πρέπει να υπακούσει. Περιπλανήθηκα για δέκα χρόνια με οδηγό και δικτάτορά μου την Περίσταση και στο τέλος κατέληξα στην πόλη της Αϊόβα, όπου και έμεινα για αρκετούς μήνες. Ένα από τα βιβλία που τράβηξαν το ενδιαφέρον μου εκείνη την εποχή μιλούσε για τον Αμαζόνιο. Ο ταξιδιώτης αφηγούνταν μια σαγηνευτική ιστορία για το μακρύ ταξίδι του στο μεγάλο ποτάμι, από την Πάρα μέχρι την Μαδέιρα, μέσα στα βάθη μιας μαγευτικής χώρας, μιας χώρας πλούσιας σε τροπικά θαύματα, μιας ρομαντικής χώρας όπου όλα τα πουλιά, τα λουλούδια και τα ζώα, τα είχαμε ξανασυναντήσει μόνο στα μουσεία και όπου ο αλιγάτορας και ο κροκόδειλος έμοιαζαν να είναι τόσο πολύ σαν στο σπίτι τους, που θα 'λεγε κανείς ότι ζούσαν στο ζωολογικό κήπο. Επίσης, διηγούνταν μια παράξενη ιστορία σχετικά με την κόκα, ένα φυτικό προϊόν με θαυμαστές ιδιότητες, βεβαιώνοντας ότι ήταν τόσο θρεπτικό και δυναμωτικό που οι ιθαγενείς των βουνών της περιοχής της Μαδέιρα πηγαινοέρχονταν πάνω κάτω στους λόφους όλη μέρα, αρκούμενοι σε μια πρέζα κόκας σε σκόνη, και δε χρειάζονταν κανενός άλλου είδους τροφής.
  Απολύθηκα από τη δουλειά μου επιθυμώντας διακαώς να κατέβω τον Αμαζόνιο. Επιθυμούσα επίσης να ασχοληθώ με το εμπόριο κόκας σε όλο τον κόσμο. Για μήνες ολόκληρους ονειρευόμουν το ίδιο όνειρο, και προσπαθούσα να βρω τρόπους να φθάσω στην Πάρα και να στήσω αυτή την εξαίσια επιχείρηση προς όφελος του ανυποψίαστου πλανήτη. Μάταια όμως. Ένας άνθρωπος μπορεί να σχεδιάζει όσο θέλει, αλλά δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να συμβεί κάτι μέχρι να εμφανιστεί η Περίσταση, αυτή η ταχυδακτυλουργός και να πάρει το θέμα από τα χέρια του. Επιτέλους, η Περίσταση ήρθε να με βοηθήσει. Να τι συνέβη: η Περίσταση, βοηθώντας ή βλάπτοντας κάποιον άλλον άνθρωπο, τον έκανε να χάσει 50 δολλάρια στο δρόμο, και βοηθώντας ή βλάπτοντας εμένα, με έκανε να τα βρω. Γνωστοποίησα με αγγελία στις εφημερίδες το ποσό που εόχα βρει, και την ίδια μέρα έφυγα για τον Αμαζόνιο. Αυτό ήταν άλλο ένα σημείο καμπής στη ζωή μου, άλλος ένας κρίκος.
  Θα μπορούσε ποτέ η Περίσταση να διατάξει έναν άλλο κάτοικο αυτής της πόλης να πάει στον Αμαζόνιο, να ανοίξει μια επιχείρηση εξαγωγής κόκας σε όλο τον κόσμο με κεφάλαιο 50 δολλαρίων, και αυτός ο άλλος να την υπακούσει; Όχι, μόνον εγώ μπορούσα να το κάνω αυτό. Υπήρχαν πολλοί τρελοί στην πόλη, μάτσο, αλλά δεν ήταν σαν κι εμένα. Εγώ ήμουν μοναδικός στο είδος μου. Η Περίσταση είναι ισχυρή, αλλά δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της. Χρειάζεται συνέταιρο. Συνέταιρός της είναι η Ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου, η φυσική του τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα. Η Ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου δεν αποτελεί ανακάλυψή του. Γεννιέται μέσα του, κι ο άνθρωπος δεν έχει εξουσία πάνω της, ούτε είναι υπεύθυνος για τις πράξεις τις. Δεν μπορεί να την αλλάξει, τίποτε δεν μπορεί να την αλλάξει, τίποτε δεν μπορεί να την τροποποιήσει παρά μόνο προσωρινά. Δε θα μείνει όμως τροποποιημένη. Είναι κάτι το μόνιμο, το σταθερό, όπως το χρώμα των ματιών και το σχήμα των αυτιών ενός ανθρώπου: τα μπλε μάτια γίνονται γκρίζα κάτω από ορισμένο φως, επανέρχονται όμως στο φυσικό τους χρώμα όταν ο φωτισμός ξαναγίνει φυσιολογικός.
  Μια περίσταση μπορεί να καταπιέσει έναν άνθρωπο, κάποιον άλλο, όμως, διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας, να μην τον επηρεάσει καθόλου. Αν η Περίσταση είχε ρήξη το χαρτονόμισμα στο δρόμο του Καίσαρα, η δική του Ιδιοσυγκρασία δεν θα τον είχε κάνει να κινήσει για τον Αμαζόνιο. Η Ιδιοσυγκρασία του θα τον είχε αναγκάσει να κάνει κάτι με αυτά τα χρήματα, όχι όμως να φύγει για τον Αμαζόνιο. Ίσως να τον είχε κάνει να γνωστοποιήσει το ποσό που είχε βρει, και μετά να περιμένει. Δεν μπορούμε να ξέρουμε. Επίσης, θα μπορούσε να τον είχε κάνει να φύγει για τη Νέα Υόρκη και να ασχοληθεί με την πολιτική με αποτέλεσμα, όταν θα ερχόταν η ώρα του Τουήντ, αυτός να μην έχει τίποτε άλλο πια να μάθει.
    Λοιπόν, η Περίσταση μου παρείχε το κεφάλαιο, η δε Ιδιοσυγκρασία μου έδειξε πώς να το διαχειριστώ. Μερικές φορές η Ιδιοσυγκρασία είναι γαϊδουρινή. Στην περίπτωση αυτή, γάιδαρος είναι και ο κάτοχός της, και τέτοιος θα παραμείνει. Η εκπαίδευση, η εμπειρία, οι συναναστροφές μπορεί προσωρινά να εξυψώσουν τον άνθρωπο τόσο πολύ, που οι άλλοι να νομίσουν πως είναι μουλάρι, αλλά κάνουν λάθος. Φαινομενικά, προσωρινά, είναι μουλάρι, αλλά κατά βάθος είναι και θα παραμείνει γάιδαρος.
    Από τη φύση μου ήμουν άνθρωπος που κάνει πράγματα. Πρώτα τα κάνει και μετά τα σκέφτεται. Έτσι, ξεκίνησα για τον Αμαζόνιο χωρίς να σκέφτομαι, χωρίς να κάνω ερωτήσεις. Αυτό συνέβη πριν από 50 τουλάχιστον χρόνια. Σε όλο αυτό το διάστημα η ιδιοσυγκρασία μου δεν άλλαξε ούτε σταλιά. Τιμωρήθηκα πολλές φορές, και μάλιστα πικρά, επειδή πρώτα ενεργούσα και έπειτα σκεφτόμουν, τα βάσανά μου όμως αυτά δε μου έγιναν μάθημα. Εξακολουθώ να κάνω ότι προστάζει η περίσταση και η Ιδιοσυγκρασία και να σκέφτομαι μετά. Όποτε σκέφτομαι αυτά τα πράγματα, ακόμα και οι κουφοί μπορούν να ακούσουν τις σκέψεις μου.
 Πήγα μέσω Σινσινάτι, Οχάιο και Μισσισσιππή. Σκοπός μου ήταν να φτάσω στη Νέα Ορλεάνη και από εκεί να πάρω το πλοίο για την Πάρα. Στη Νέα Ορλεάνη ρώτησα και έμαθα ότι δεν υπήρχε πλοίο για την Πάρα. Πληροφορήθηκα μάλιστα ότι από εκεί δεν έφευγε ποτέ πλοίο για την Πάρα. Κάθισα να σκεφτώ. Ένας αστυνομικός με ρώτησε τι έκανα και εγώ του είπα. Με έδιωξε, λέγοντάς μου ότι αν με ξαναέπιανε να σκέφτομαι σε δημόσιο χώρο, θα με έκλεινε μέσα.
   Λίγες μέρες αργότερα, είχα ξεμείνει από λεφτά. Και τότε, εμφανίστηκε η Περίσταση με άλλο ένα σημείο καμπής στη ζωή μου, άλλον ένα κρίκο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου, είχα γνωρίσει έναν πλοηγό. Τον παρακάλεσα να μου μάθει το ποτάμι και κείνος δέχτηκε. Έγινα πλοηγός. 
  Αργότερα, η Περίσταση ξαναεμφανίστηκε, φέρνοντας αυτή τη φορά μαζί της τον εμφύλιο πόλεμο, με σκοπό να με ωθήσει ένα-δυο βήματα πιο κοντά στο επάγγελμα του λογοτέχνη. Τα δρομολόγια των ποταμόπλοιων σταμάτησαν, οι οικονομικοί μου πόροι στέρεψαν.
  Η Περίσταση ήρθε να με σώσει φέρνοντας μαζί της ένα νέο σημείο καμπής στη ζωή μου και ένα νέο κρίκο, ο αδελφός μου είχε διοριστεί γραμματέας στη νέα πολιτεία της Νεβάδα και με προσκάλεσε να πάω μαζί του και να τον βοηθήσω στη δουλειά του. Δέχτηκα.
  Στη Νεβάδα, η Περίσταση με κόλλησε τον πυρετό του χρυσού και πήγα στα ορυχεία, για να βγάλω μια περιουσία. Έτσι νόμιζα, αλλά η Περίσταση δεν είχε αυτό κατά νου. Αυτό που είχε κατά νου ήταν να με σπρώξει άλλο ένα βήμα πιο κοντά στη λογοτεχνία. Για το κέφι μου, έγραφα αρθράκια για την Enterprice της Βιρτζίνια. Δε γίνεται να είσαι δέκα χρόνια τυπογράφος , δίχως να έχεις τυπώσει στρέμματα ολόκληρα καλής και κακής λογοτεχνίας, μαθαίνοντας έτσι, ασυνείδητα στην αρχή, συνειδητά αργότερα, να κάνεις το διαχωρισμό μεταξύ των δύο αυτών ειδών, όσο σου επιτρέπει η νοημοσύνη σου. Παράλληλα, δε, αποκτάς ασυνείδητα αυτό που ονομάζουμε στυλ. Μια από τις προσπάθειές μου προκάλεσε το ενδιαφέρον και η Enterprice έψαξε να με βρει και με προσέλαβε ως υπάλληλό της.
  Και έτσι, έγινα δημοσιογράφος, άλλος ένας κρίκος. Αργότερα, η Περίσταση και η εφημερίδα Union του Σακραμέντο με έστειλαν στα νησιά Sandwich για 5-6 μήνες, για να γράψω σχετικά με τις φυτείες ζαχαροκάλαμων. Το έκανα. Και πέταξα μέσα και κάμποσα επιπλέον στοιχεία που δεν είχαν καμία σχέση με τη ζάχαρη. Αυτά τα επιπλέον στοιχεία ήταν όμως που με βοήθησαν να φτάσω στον επόμενο κρίκο.
   Με έκαναν διάσημο, με κάλεσαν να δώσω διάλεξη στο Σαν Φραντσίσκο. Πράγμα που έκανα, και μάλιστα επικερδώς. Από καιρό είχα την επιθυμία να ταξιδέψω και να δω τον κόσμο, και τώρα η Περίσταση μ είχε ρίξει με τον αναπάντεχο και ευγενικό τρόπο στην προκυμαία και με είχε εφοδιάσει και με τα κατάλληλα μέσα. ‘Έτσι, πήρα μέρος στην αποστολή του Quaker City. Όταν επέστρεψα στην Αμερική, η Περίσταση με περίμενε στην προβλήτα, με τον τελευταίο κρίκο, τον πιο εμφανή, τον τελικό, τον θριαμβευτικό κρίκο: μου ζητήθηκε να γράψω ένα βιβλίο, και το έκανα, και το ονόμασα το «Ταξίδι των αθώων». Έτσι έγινα δεκτός, επιτέλους, στο λογοτεχνικό σινάφι. Αυτό συνέβη πριν από 42 χρόνια, κι από τότε δεν έχω πάψει να είμαι μέλος αυτού του σιναφιού. Αφήνοντας το επεισόδιο με το Ρουβίκωνα εκεί, στο παρελθόν όπου ανήκει, μπορώ να πω με ειλικρίνεια ότι ο λόγος για τον οποίο ακολουθώ το επάγγελμα του λογοτέχνη είναι επειδή στα 12 κόλλησα ιλαρά.
  Αυτό που με ενδιαφέρει τώρα, όσον αφορά αυτές τις λεπτομέρειες, δεν είναι οι ίδιες οι λεπτομέρειες, αλλά το γεγονός ότι εγώ δεν είχα προβλέψει καμία από αυτές, δεν είχα σχεδιάσει καμία από αυτές, δεν ήμουν δημιουργός καμιάς από αυτές. Τις δημιούργησε και τις επέβαλε η Περίσταση σε συνδυασμό με την Ιδιοσυγκρασία μου. Πολλές φορές προσφέρθηκα να βοηθήσω, έχοντας μάλιστα τις καλύτερες προθέσεις, αλλά με απέρριπταν, ψυχρά, κατά κανόνα. Δεν μπορούσα ποτέ να σχεδιάσω κάτι και να καταφέρω να μου βγει όπως το σχεδίασα. Είχε διαφορετική κατάληξη, κάποια κατάληξη την οποία δεν είχα υπολογίσει.
  Έτσι λοιπόν, δε θαυμάζω τον άνθρωπο, ως θαύμα της διανόησης, όσο τον θαύμαζα όταν ήμουν νέος, που τον μάθαινα από τα βιβλία και δεν τον γνώριζα προσωπικά. Όταν διάβαζα ότι ο τάδε στρατηγός έκανε μια λαμπρή πράξη, το πίστευα τότε. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Την πράξη την έκανε η Περίσταση, με τη βοήθεια της Ιδιοσυγκρασίας του. Η Περίσταση θα αποτύγχανε με κάποιον άλλο Στρατηγό διαφορετική Ιδιοσυγκρασίας, μπορεί κι εκείνος να έβλεπε τη νίκη, αλλά να έχανε το πλεονέκτημα επειδή ήταν από τη φύση του πολύ αργός ή πολύ βιαστικός ή πολύ διστακτικός. Κάποτε ρώτησαν το Στρατηγό Γκραντ σχετικά με ένα θέμα το οποίο είχε αρκετά συζητηθεί από λαό και τις εφημερίδες: "Στρατηγέ, ποιος σχεδίασε την πορεία μέσα από την Τζόρτζια;". Απάντησε χωρίς να διστάσει καθόλου: "Ο εχθρός!". Πρόσθεσε ότι, συχνά ο εχθρός κάνει τα σχέδιά μας, αυτός αντί για εμάς. Εννοούσε ότι ο εχθρός, είτε από αμέλεια είτε λόγω καταστάσεων, αφήνει ένα άνοιγμα για εμάς, μέσα από το οποίο βλέπουμε τις πιθανότητες που έχουμε και τις εκμεταλλευόμαστε.
  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα τα σχέδια τα κάνουν ι περιστάσεις αντί για εμάς, με τη βοήθεια των ιδιοσυγκρασιών μας. Δε βλέπω να υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ενός ρολογιού και ενός ανθρώπου, εκτός από το ότι ο άνθρωπος έχει συνείδηση ενώ το ρολόι δεν έχει, και ότι ο άνθρωπος προσπαθεί να σχεδιάσει κάποια πράγματα, ενώ το ρολόι όχι. Το ρολόι δεν κουρδίζεται και δεν συντονίζεται από μόνο του, αυτά τα πράγματα γίνονται από εξωτερικούς παράγοντες. Μη λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και των επιρροών, κουρδίστε τον άνθρωπο και συντονίστε τον. Αν τον αφήσουμε μόνο του δεν πρόκειται να συντονιστεί και η ώρα που θα δείχνει ενδεχομένως να μην είναι η σωστή. Μερικοί σπουδαίοι άνθρωποι είναι εκπληκτικά ρολόγια, με χρυσή θήκη, ακριβείας κτλ, ενώ άλλοι άνθρωποι είναι απλώς συμπαθητικά, ταπεινά και λιτά ρολόγια μάρκας Γουώτερμπερυ. Εγώ είμαι ένα Γουώτερμπερυ. Ένα τέτοιου είδους Γουώτερμπερυ, όπως λένε μερικοί.

  Ένα έθνος δεν είναι παρά ένα πολλαπλασιασμένο άτομο. Κάνει σχέδια και μετά έρχεται η Περίσταση και τα ανατρέπει ή τα διευρύνει. Μερικοί πατριώτες ρίχνουν το τσάι στη θάλασσα ( αναφορά στο περίφημο Boston Tea Party, αφορμή για την αμερικανική Επανάσταση). Άλλοι καταστρέφουν τη Βαστίλλη. Τα σχέδια σταματούν εκεί. Και τότε, έρχεται η Περίσταση, αρκετά αναπάντεχα, και μετατρέπει αυτές τις ταπεινές εξεγέρσεις σε Επαναστάσεις. 
  Και μετά έχεις τον κακομοίρη τον Κολόμβο. Κατέστρωσε ένα λεπτομερέστατο σχέδιο, για να ανακαλύψει ένα νέο δρόμο προς μια παλιά χώρα. Η Περίσταση αναθεώρησε το σχέδιό του και έτσι βρέθηκε να έχει ανακαλύψει μια νέα χώρα. Κι αυτός παίρνει όλη τη δόξα γι' αυτή την ανακάλυψη. Στην πραγματικότητα δεν είχε καμία σχέση μ' αυτήν.
  Αναγκαστικά, το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται το πραγματικό σημείο καμπής στη ζωή μου ( και στη δική σας) είναι ο Κήπος της Εδέμ. Εκεί σφυρηλατήθηκε ο πρώτος κρίκος από την αλυσίδα που θα με οδηγούσε τελικά στο λογοτεχνικό σινάφι. Η Ιδιοσυγκρασία του Αδάμ ήταν η πρώτη εντολή που εισήγαγε ποτέ η Θεότητα σε κάποιο ανθρώπινο ον στον πλανήτη. Και ήταν η μόνη εντολή που ο Αδάμ δε θα μπορούσε ποτέ να παρακούσει. Έλεγε: " Να είσαι αδύναμος, ασταθής, ευκολόπιστος και να μην έχεις προσωπικότητα". Η επόμενη εντολή, να μην πειραχτεί το μήλο, δόθηκε για να την παρακούσει. Όχι ο ίδιος ο Αδάμ, αλλά η Ιδιοσυγκρασία του, την οποία δε δημιούργησε ο ίδιος και δεν είχε καμία εξουσία πάνω της. Γιατί η Ιδιοσυγκρασία είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Αυτό που έχει μασκαρευτεί με ρούχα και ονομάζεται Άνθρωπος δεν είναι παρά η σκιά Της, και τίποτε παραπάνω. Ο νόμος της Ιδιοσυγκρασίας της τίγρης λέει: " Εσύ θα σκοτώνεις". Ο νόμος της Ιδιοσυγκρασίας του προβάτου λέει: "Εσύ δε θα σκοτώνεις". Το να δίνεις μετά εντολές, ζητώντας από την τίγρη να αφήσει τον παχουλό ξένο κύριο στην ησυχία του, και από το πρόβατο να βάψει τα χέρια του με το αίμα του λιονταριού, είναι ανώφελο, γιατί αυτές οι εντολές δεν μπορούν να γίνουν σεβαστές. Θα οδηγούσαν σε παραβιάσεις του νόμου της Ιδιοσυγκρασίας, ο οποίος είναι ανώτερος και αρχαιότερος όλων των άλλων αρχών. Ο Αδάμ και η Εύα με έχουν απογοητεύσει. Όσον αφορά τις Ιδιοσυγκρασίες τους δηλαδή, όχι οι ίδιοι, τα κακόμοιρα, αβοήθητα, νεαρά πλάσματα, στα οποία δόθηκαν Ιδιοσυγκρασίες μαλακές σαν βούτυρο. Και στο βούτυρο αυτό δόθηκε εντολή να έρθει σε επαφή με τη φωτιά και να λιώσει. Αυτό που εύχομαι είναι μην υπήρχαν τότε ο Αδάμ και η Εύα, και στη θέση τους να είχαν βάλει το Μαρτίνο Λούθηρο και τη Ζαν Ντ' Αρκ, αυτό το έξοχο ζευγάρι, εφοδιασμένο με Ιδιοσυγκρασίες που δεν ήταν φτιαγμένες από βούτυρο, αλλά από αμίαντο. Όχι με θελκτικές υποσχέσεις, αλλά ούτε και με τη φωτιά της κόλασης δε θα τους είχε πείσει αυτούς ο Σατανάς να φάνε το μήλο.
  Και τότε θα προέκυπταν κάτι αποτελέσματα! Ω, ναι! Το μήλο θα έμενε ανέγγιχτο μέχρι τις μέρες μας. Δε θα υπήρχε το ανθρώπινο γένος. Δε θα υπήρχατε εσείς, δε θα υπήρχα εγώ. Και το παμπάλαιο σχέδιο μύησής μου στο λογοτεχνικό σινάφι θα είχε αποτύχει.