Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Ποιήματα - Μίλτος Σαχτούρης

                                                              Το περιστέρι

Από 'δω θα περνούσε το περιστέρι,
είχαν ανάψει δαδιά γύρω στους δρόμους,
άλλοι άνθρωποι φύλαγαν στις δενδροστοιχίες,
παιδιά κρατούσαν στα χέρια σημαιούλες,
περνούσαν οι ώρες κι άρχισε να βρέχει,
έπειτα σκοτείνιασε κι όλος ο ουρανός,
μια αστραπή ψιθύρισε κάτι φοβισμένα,
και άνοιξε η κραυγή στο στόμα του ανθρώπου,
τότε το άγριο περιστέρι μ' άγρια δόντια, σα σκύλος,
ούρλιαξε μες στη νύχτα...



                                                               Το ψωμί


Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί,
είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό,
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι,
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω του,
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος,
κι αυτή μ'ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό.
Όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πήγαιναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στο μικρό άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.


                                                               Οι εχθροί της Άνοιξης



Έρχεται φέτος κουρασμένη
η Άνοιξη,
να κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν,
για να την τσακίσουν.

Αυτή, όμως,
με κρότο
ανάβει ένα-ένα
τα λουλούδια της,
στα μάτια τους τα ρίχνει,
για να τους στραβώσει.


                                                                   Αστεροσκοπείο



Διαρρήχτες του ήλιου,
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι,
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα,
δεν ξέρουν τι χρώμα έχει ο ουρανός.

Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι,
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν,
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια,
με τ' άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα,
με τις πέτρες των δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ' άλλους πλανήτες το φως.

Να πεθάνουν.

Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της,
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι,
από το χάδι του το κάθε χέρι,
απ' τ΄ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου